- βραχύπτερος
- -η, -ο (Α βραχύπτερος, -ον)(για πτηνά) αυτός που έχει μικρά φτερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -πτερος < πτερόν (πρβλ. πυκνόπτερος, ταχύπτερος, ωκύπτερος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχύπτερον — βραχύπτερος short winged masc/fem acc sg βραχύπτερος short winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύπτερα — βραχύπτερος short winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
καρέλλι — το 1. ο τροχίσκος τής τροχαλίας ή και ολόκληρη η συσκευή της, καρούλι 2. ζωολ. κοινή ονομασία ψαριού που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως θύννος ο βραχύπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carello] … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek